- ἐπίσκοπα
- ἐπίσκοπος 2hitting the markneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπισκοπάς — ἐπισκοπά̱ς , ἐπισκοπή watching over fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)